κινναμωμικός

κινναμωμικός
-ή, -ο
αυτός που περιέχει κιννάμωμο* ή παράγεται από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιννάμωμον. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξαυιέρο Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδροκινναμωμικός — ή, ό, Ν φρ. «υδροκινναμωμικό οξύ» χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, αρωματικό οξύ, γνωστό και ως 3 φαινυλο προπανοϊκό οξύ ή β φαινυλο προπιονικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κινναμωμικός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”